- ξανακύλημα
- ξανακύλισμα τό1) перекапывание; глубокая вспашка; 2) рецидив, новая атака болезни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξανακύλημα — ξανακύλημα, το και ξανακύλισμα, το, ατος 1. το βαθύ σκάψιμο του εδάφους: Έκανα ξανακύλημα στο χωράφι. 2. υποτροπή αρρώστιας: Δε φυλάχτηκε κι έπαθε ξανακύλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανακύλημα — το [ξανακυλώ] 1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά 2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος 3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση … Dictionary of Greek
ξανακύλισμα — το (Μ ξανακύλισμα) ξανακύλημα μσν. στριφογύρισμα στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
ξανακύλισμα — το, ατος βλ. ξανακύλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)